- φλέγμα
- φλέγμαflameneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… … Dictionary of Greek
φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεγμάναντα — φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμάνῃ — φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγμ' — φλέγμα , φλέγμα flame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμάναντος — φλεγμά̱ναντος , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc/neut gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμάνασα — φλεγμά̱νᾱσα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμάνῃς — φλεγμά̱νῃς , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμάτων — φλέγμα flame neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγμασι — φλέγμα flame neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)